ἐναρῶν — ἐνᾱρῶν , ἐνᾶρόω plough in pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐνᾱρῶν , ἐνᾶρόω plough in pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐνᾱρῶν , ἐνᾶρόω plough in pres part act masc nom sg ἐνᾱρῶν , ἐνᾶρόω plough in pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρών — ἐναίρω slay aor part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναρα — ἔναρα, τα (Α) τα όπλα και κοσμήματα τού σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν ἔναρα βροτόεντα», Ησίοδ.) 2. γεν. τα λάφυρα, η λεία τού πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», Σοφ.) … Dictionary of Greek
είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… … Dictionary of Greek
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… … Dictionary of Greek